ἀγανός

ἀγανός
ᾰγᾰνός
1 gentle, mild ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους (sc. Ἱέρων v. Schr., Pyth. Comm. ad loc.) P. 2.8

τὸν εὐεργέταν ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσθαι P. 2.24

ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη P. 4.101

ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρύι P. 9.38

χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.8

κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν (sc. Ἄπολλον.) Pae. 16.7 = fr. 149 Schr.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἁγανός — ἀγανός , ἀγανός mild masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγανος — ἄγανος, ον (Α) [ἄγνυμι] σπασμένος, κομματιασμένος …   Dictionary of Greek

  • ἀγανός — mild masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγανος — broken masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγανός — ή, ό (Α ἀγανός, ή, όν) ήπιος, ήσυχος, πράος νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι σφιγμένος, ο χαλαρός 2. (κυρίως για υφάσματα και πλεκτά) ο αραιά υφασμένος ή πλεγμένος, απαλός, μαλακός, διαφανής, αραιοπλεγμένος, αραιοϋφασμένος αρχ. (στον Όμηρο συχνά… …   Dictionary of Greek

  • αγανός — ή, ό 1.αυτός που δεν είναι υφασμένος πυκνά, κρουστά, αραιός: Το πανί είναι ψιλό κι αγανό. 2. χαλαρός, ήπιος: Ο κόμπος ήταν αγανός και λύθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγανώτερον — ἄγανος broken masc acc comp sg ἄγανος broken neut nom/voc/acc comp sg ἄγανος broken adverbial ἀγανός mild adverbial comp ἀγανός mild masc acc comp sg ἀγανός mild neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανώτατον — ἄγανος broken masc acc superl sg ἄγανος broken neut nom/voc/acc superl sg ἀγανός mild masc acc superl sg ἀγανός mild neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανά — ἀγανός mild neut nom/voc/acc pl ἀγανά̱ , ἀγανός mild fem nom/voc/acc dual ἀγανά̱ , ἀγανός mild fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανωτέρη — ἄγανος broken fem nom/voc comp sg (epic ionic) ἀγανός mild fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγανόν — ἀγανός mild masc acc sg ἀγανός mild neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”